- καρτερικόν
- καρτερικόςcapable of endurancemasc acc sgκαρτερικόςcapable of enduranceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερικός — ή, ό (AM καρτερικός, ή, όν) 1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα («πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.) 2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται 3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
φιλόφρων — ον, ΝΜΑ (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, φιλικός, προσηνής νεοελλ. ευγενικός, περιποιητικός αρχ. 1. (συν. για στρατηγό) αυτός που έχει καλούς τρόπους («καρτερικὸν καὶ ἀγχίνουν καὶ φιλόφρονά τε καὶ ὠμὸν [χρὴ… … Dictionary of Greek
ИОВ — [евр. , араб. ; греч. ᾿Ιώβ], ветхозаветный праотец, о к ром повествует ветхозаветная каноническая книга, названная его именем (см. Иова книга). Память И. в Иерусалимском уставе отмечалась 22 мая, но основным днем его памяти стало 6 мая. В… … Православная энциклопедия